Βιταμίνη D και παχυσαρκία.

Η βιταμίνη D, γνωστή και ως «βιταμίνη του ήλιου», είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που σχηματίζεται στον οργανισμό, σε ποσοστό 50% έως και 90%, μέσω της απορρόφησης της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας από το δέρμα. Προσλαμβάνεται επίσης και από ορισμένες τροφές πλούσιες σε αυτή.

Γιατί είναι απαραίτητη η βιταμίνη D για τον οργανισμό μας;

Η βιταμίνη D:

  • Λειτουργεί ως στεροειδής ορμόνη σε διάφορους ιστούς (έντερο, νεφρά, οστά, κ.ά.), επηρεάζοντας την έκφραση γονιδίων. Σχετίζεται με τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την κυτταρική διαφοροποίηση, καθώς και με την έκκριση ορισμένων ορμονών.
  • Συμβάλλει σημαντικά στη σωστή ανάπτυξη και υγεία των οστών και στην ομοιόσταση του ασβεστίου και του φωσφόρου.
  • Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Άτομα με έλλειψη είναι πιο ευαίσθητα σε λοιμώξεις.
  • Έχει αντιφλεγμονώδη και αγγειοδιασταλτική δράση, προστατεύοντας από καρδιαγγειακά νοσήματα.
  • Ρυθμίζει την παραγωγή ινσουλίνης στο πάγκρεας.

Η έλλειψη βιταμίνης D σε παιδιά, μπορεί να προκαλέσει ραχίτιδα και καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Ενήλικες με έλλειψη βιταμίνης D έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν οστεοπόρωση και οστεοαρθρίτιδα, μεταβολικό σύνδρομο, καρδιαγγειακές, αναπνευστικές και ψυχολογικές διαταραχές σε επόμενα στάδια της ζωής τους. Ακόμη, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακά), διάφορων μορφών καρκίνου και παχυσαρκίας.

Πως μεταβολίζεται η βιταμίνη D στο σώμα μας;

Στο δέρμα μας υπάρχει η ουσία 7-δεϋδροχοληστερόλη (7-DHC), η οποία με την επίδραση της υπεριώδους (UVB) ακτινοβολίας μετατρέπεται σε προβιταμίνη-D3 (προ-καλσιφερόλη), και στη συνέχεια σε βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη). Σε αυτή τη μορφή κυρίως την προσλαμβάνουμε και μέσω της τροφής ή διατροφικών συμπληρωμάτων.

Στη συνέχεια, η χοληκαλσιφερόλη εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και μεταφέρεται στο ήπαρ, όπου με τη βοήθεια ενός ενζύμου μετατρέπεται σε 25-υδροξυ-βιταμίνη D3 (ή καλσιδιόλη), η οποία θεωρείται και μορφή αποθήκευσης της βιταμίνης. Ένα μέρος της καλσιδιόλης αποθηκεύεται στο ήπαρ και στο λίπος του σώματος, ενώ η υπόλοιπη μεταφέρεται πάλι στο αίμα και από εκεί στα νεφρά, όπου
γίνεται η τελευταία αντίδραση και σχηματίζεται η δραστική μορφή της που καλείται 1,25-δι-υδροξυβιταμίνη D3 (ή καλσιτριόλη), που αποτελεί και τον ενεργό μεταβολίτη της βιταμίνης D ή όπως την ονομάζουν πολλοί ορμόνη D.

Ποιες είναι οι διαιτητικές πηγές της;

Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι:

  • Τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σαρδέλα, ρέγκα, σολομός, σκουμπρί)
  • Το συκώτι
  • Ο κρόκος αυγού
  • Τα μανιτάρια
  • Τα γαλακτοκομικά προϊόντα
  • Το μουρουνέλαιο

Επίσης, βιταμίνη D προστίθεται σε κάποια προϊόντα (π.χ. δημητριακά πρωινού, χυμούς), εμπλουτίζοντάς τα.

Πως μπορούμε να αξιολογήσουμε την επάρκεια βιταμίνης D στον οργανισμό μας;

Η βιταμίνη D είναι ζωτικής σημασίας και δυστυχώς η έλλειψή της αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα ήμερα, σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Το παράδοξο είναι ότι ενώ στην Ελλάδα αναμέναμε πιο αισιόδοξα αποτελέσματα αφού ζούμε σε μια από τις πιο ηλιόλουστες περιοχές του πλανήτη, η βιβλιογραφία μας διαψεύδει. Σε μελέτες που έγιναν στον Ελληνικό πληθυσμό, φάνηκε πως 1 στους 2 ενήλικες, έχουν έλλειψη βιταμίνης D, μια κατάσταση αισθητή και στην πλειοψηφία παιδιών και ατόμων τρίτης ηλικίας. Δεν υπάρχει κάποια σαφής εξήγηση για το παραπάνω παράδοξο, υπάρχουν όμως κάποιες υποθέσεις, όπως ότι οι άνθρωποι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σε κλειστούς χώρους και πως όταν εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία συνθέτουν ανεπαρκείς ποσότητες βιταμίνης D, λόγω της χρήσης αντηλιακού το καλοκαίρι και του υπερβολικού ρουχισμού τον χειμώνα. Τέλος, και η διαιτητική πρόσληψη της βιταμίνης έχει μειωθεί, π.χ. ο σημερινός Έλληνας δεν καταναλώνει την απαραίτητη ποσότητα λιπαρών ψαριών εβδομαδιαία. Για τον προσδιορισμό των επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό χρησιμοποιείται η μέτρηση της συγκέντρωσης 25-υδρόξυ-βιταμίνης-D [25 (OH) D] στον ορό αίματος. Ο συγκεκριμένος δείκτης αντανακλά τη συνολική πρόσληψη της βιταμίνης που προέρχεται από: τρόφιμα, έκθεση στον ήλιο και συμπληρώματα. Τα φυσιολογικά/επαρκή επίπεδα στο αίμα είναι από 30-50 ng/mL, ενώ μιλάμε για ανεπάρκεια ή έλλειψη όταν τα επίπεδα της βιταμίνης είναι < 30 ng/mL ή < 20 ng/mL, αντίστοιχα.

Πως σχετίζεται η έλλειψη βιταμίνης D με την παχυσαρκία;

Η παχυσαρκία, δηλαδή η μη φυσιολογική συσσώρευση λίπους που έχει δυσμενή αποτελέσματα για την υγεία, έχει βρεθεί από πολλές μελέτες πως συνδέεται άμεσα με την έλλειψη βιταμίνης D. Μάλιστα, η συχνότητα εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D έχει βρεθεί ότι είναι 35% υψηλότερη σε παχύσαρκα άτομα, ανεξάρτητα από την ηλικία. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες αιτιολόγησης του παραπάνω φαινομένου. Καταρχάς, φαίνεται πως τα παχύσαρκα άτομα, λόγω χαμηλής κοινωνικής αποδοχής εκτίθενται ελάχιστα στον ήλιο (φοράνε ρούχα που καλύπτουν σχεδόν όλο τους το σώμα, δε συμμετέχουν σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού, κ.ά.) με αποτέλεσμα να μην συνθέτουν την απαραίτητη ποσότητα βιταμίνης D. Όμως μια πρόσφατη μελέτη, κατέστησε ανεπαρκή την παραπάνω θεωρία.
Μια δεύτερη θεωρία που φαίνεται να εξηγεί καλύτερα το φαινόμενο, υποστηρίζει η χοληκαλσιφερόλη
(βιταμίνη D3) που προσλαμβάνεται από την τροφή ή παράγεται από την ηλιακή ακτινοβολία, εγκλωβίζεται στα λιποκύτταρα, χωρίς να προλάβει να μετατραπεί στην ενεργή μορφή της (καλσιτριόλη). Μάλιστα στα παχύσαρκα άτομα παρατηρείται αυξημένη δραστικότητα του ενζύμου που μετατρέπει την βιταμίνη D στην ενεργή μορφή της στα λιποκύτταρα, το οποίο αντικατοπτρίζει την αυξημένη τοπική χρήση της από τον λιπώδη ιστό. Έτσι τα επίπεδα στο αίμα και οι αποθήκες της βιταμίνης D εξαρτώνται άμεσα από το υπερβάλλον λίπος στο σώμα μας. Ενδιαφέρον είναι πώς το παραπάνω φαινόμενο είναι αμφίδρομο. Πιο συγκεκριμένα, σε μελέτες έχει φανεί πως ο σχηματισμός λιπώδους ιστού αναστέλλεται από τη βιταμίνη D. Αντίθετα η έλλειψη αυτής ενισχύει τη λιπογένεση μέσω της αύξησης των επιπέδων της παραθορμόνης και την αυξημένη απορρόφηση ασβεστίου από τα λιποκύτταρα. Άρα η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για έλλειψη σε βιταμίνη D, αλλά και το αντίστροφο.

Βιβλιογραφία

  1. Holick MF. Vitamin D deficiency. N Engl J Med. 2007;357(3):266-81.
  2. Cashman KD, Dowling KG, Skrabakova Z, Gonzalez-Gross M, Valtuena J, De Henauw S, et al. Vitamin D deficiency in Europe: pandemic? Am J Clin Nutr. 2016;103(4):1033-44.
  3. Manios Y, Moschonis G, Hulshof T, Bourhis AS, Hull GLJ, Dowling KG, et al. Prevalence of vitamin D deficiency and insufficiency among schoolchildren in Greece: the role of sex, degree of urbanisation and seasonality. Br J Nutr. 2017;118(7):550-8.
  4. Singhellakis PN, Malandrinou F, Psarrou CJ, Danelli AM, Tsalavoutas SD, Constandellou ES. Vitamin D
    deficiency in white, apparently healthy, free-living adults in a temperate region. Hormones (Athens).
    2011;10(2):131-43.
  5. Papapetrou PD, Triantaphyllopoulou M, Karga H, Zagarelos P, Aloumanis K, Kostakioti E, et al. Vitamin D deficiency in the elderly in Athens, Greece. J Bone Miner Metab. 2007;25(3):198-203.
  6. Holick MF. Sunlight and vitamin D for bone health and prevention of autoimmune diseases, cancers, and cardiovascular disease. Am J Clin Nutr. 2004;80(6 Suppl):1678S-88S.
  7. Reid IR, Bolland MJ, Grey A. Effects of vitamin D supplements on bone mineral density: a systematic review and meta-analysis. Lancet. 2014;383(9912):146-55.
  8. Bouillon R, Carmeliet G, Verlinden L, van Etten E, Verstuyf A, Luderer HF, et al. Vitamin D and human health: lessons from vitamin D receptor null mice. Endocr Rev. 2008;29(6):726-76.
  9. Aranow C. Vitamin D and the immune system. J Investig Med. 2011;59(6):881-6.
  10. Holick MF. Resurrection of vitamin D deficiency and rickets. J Clin Invest. 2006;116(8):2062-72.
  11. McGrath J. Does ‘imprinting’ with low prenatal vitamin D contribute to the risk of various adult disorders? Med Hypotheses. 2001;56(3):367-71.
  12. Palomer X, Gonzalez-Clemente JM, Blanco-Vaca F, Mauricio D. Role of vitamin D in the pathogenesis of type 2 diabetes mellitus. Diabetes Obes Metab. 2008;10(3):185-97.
  13. Cheng S, Massaro JM, Fox CS, Larson MG, Keyes MJ, McCabe EL, et al. Adiposity, cardiometabolic risk, and vitamin D status: the Framingham Heart Study. Diabetes. 2010;59(1):242-8.
  14. Parker J, Hashmi O, Dutton D, Mavrodaris A, Stranges S, Kandala NB, et al. Levels of vitamin D and
    cardiometabolic disorders: systematic review and meta-analysis. Maturitas. 2010;65(3):225-36.
  15. Afzal S, Brondum-Jacobsen P, Bojesen SE, Nordestgaard BG. Vitamin D concentration, obesity, and risk of diabetes: a mendelian randomisation study. Lancet Diabetes Endocrinol. 2014;2(4):298-306.
  16. Holick MF. Vitamin D: the underappreciated D-lightful hormone that is important for skeletal and cellular health. Current Opinion in Endocrinology, Diabetes and Obesity. 2002;9(1):87-98.
  17. WHO/FAO (2001). Human Vitamin and Mineral Requirements. Report of a Joint FAO/WHO expert
    consultation, Bangkok, Thailand. Food and Agriculture Organization of the United Nations. World Health Organization. Food and Nutrition Division FAO Rome.
  18. EUFIC (2006). Βιταμίνες τι κάνουν και πού τις βρίσκουμε. http://www.eufic.org/article/el/expid/miniguidevitamins-greek/.
  19. World Health Organization, Fact Sheet Obesity and overweight. Reviewed February 2018 [Available from: http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs311/en/.
  20. Pereira-Santos M, Costa PR, Assis AM, Santos CA, Santos DB. Obesity and vitamin D deficiency: a systematic review and meta-analysis. Obes Rev. 2015;16(4):341-9.
  21. Wortsman J, Matsuoka LY, Chen TC, Lu Z, Holick MF. Decreased bioavailability of vitamin D in obesity. Am J Clin Nutr. 2000;72(3):690-3.
  22. Martini LA, Wood RJ. Vitamin D status and the metabolic syndrome. Nutr Rev. 2006;64(11):479-86.
  23. Wood RJ. Vitamin D and adipogenesis: new molecular insights. Nutr Rev. 2008;66(1):40-6.